τρυλίζει

τρυλίζει
τρυλίζω
gurgle
pres ind mp 2nd sg
τρυλίζω
gurgle
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρυλ(λ)ίζω — ΝΜΑ (για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ εν.) τρυλίζει «ὀδύρεται» αρχ. 1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”